μυρμηκάνθρωποι

μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκ-άνθρωποι, οἱ,
A ant-men, title of play by Pherecrates, Ath. 6.229a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκάνθρωποι — μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α) 1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια 2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκανθρώποις — μυρμηκάνθρωποι ant men masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμηκανθρώπους — μυρμηκάνθρωποι ant men masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”